- ξυνοίκισιν
- συνοίκισιν , συνοίκισιςcombinationfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοίκισις — ίσεως, ἡ, Α [συνοικίζω] συνένωση σε μια πολιτεία («πέμψαντες πρέσβυς οὐκ ἔπειθον τοὺς Μυτιληναίους τήν τε ξυνοίκισιν καὶ τὴν παρασκευὴν διαλύειν», Θουκ.) … Dictionary of Greek